- φονίᾳ
- φονίᾱͅ , φόνιοςbloodyfem dat sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φονία — φονίᾱ , φόνιος bloody fem nom/voc/acc dual φονίᾱ , φόνιος bloody fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φόνια — φόνιος bloody neut nom/voc/acc pl φόνιος bloody neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονίας — φονίᾱς , φόνιος bloody fem acc pl φονίᾱς , φόνιος bloody fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φονίαν — φονίᾱν , φόνιος bloody fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαγοφόνια — μαγοφόνια, τὰ και μαγοφονία, ἡ (Α) φόνος τών μάγων, περσική εορτή που καθιερώθηκε το 522 π.Χ. σε ανάμνηση τής ομαδικής σφαγής τών μάγων, όταν ανακαλύφθηκε η απάτη τού μάγου ψευδο Σμέρδιος («Πέρσαι... ἐν αὐτῇ [τῇ ἡμέρᾳ] ὁρτὴν μεγάλην ἀνάγουσι ἣ… … Dictionary of Greek
αφέντης — ο (θηλ. αφέντισσα, αφέντρα, αφεντού, η) (AM αὐθέντης, ο, Μ και άφέντης) άρχοντας, ηγεμόνας, δυνάστης μσν. νεοελλ. 1. (για τον Θεό) κύριος των πάντων, εξουσιαστής 2. κύριος, αφεντικό 3. ιδιοκτήτης, νοικοκύρης 4. πλούσιος, κτηματίας νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
ιπποφονία — ἱπποφονία, ή (Μ) θυσία ίππων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + φονία (< φόνος < φόνος), πρβλ. βου φονία, παιδο φονία] … Dictionary of Greek
φόνιος — ον, θηλ. και ία, Α [φόνος] (ποιητ. τ.) 1. αυτός που προέρχεται από φόνο («φονίας σταγόνας χυμένας ἐς πέδον», Αισχύλ.) 2. κηλιδωμένος με αίμα («χεῑρας φονίας ἐπικρύπτει», Αισχύλ.) 3. (για πράγμ. και για πράξεις ή καταστάσεις) αυτός που επιφέρει… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
ανδροληψία — ἀνδροληψία, η (και λήψιον) (Α) σύλληψη ανδρών στη θέση φονιά που δεν πιάστηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + λήψις λαμβάνω] … Dictionary of Greek